ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ......
«Οὐ θέλων δὲ τοὺς αἱρετικοὺς θλίβεσθαι, οὐδὲ χαίρων τῇ κακώσει αὐτῶν γράφω ταῦτα, μὴ γένοιτο, ἀλλὰ τῇ ἐπιστροφῇ μᾶλλον χαίρων καὶ συναγαλλόμενος. Τὶ γὰρ τοῖς πιστοῖς τερπνότερον τοῦ θεᾶσθαι τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ τὰ διεσκορπισμένα συναγόμενα εἰς ἕν; Οὔτε ὑμῖν τοῦ φιλανθρώπου τὸ ἀπηνὲς παραινῶν προτιθέναι· μὴ οὕτω μανείην· ἀλλὰ μετὰ προσεχείας καὶ δοκιμασίας ποιεῖν τε καὶ ἐνεργεῖν τὰ καλὰ εἰς πάντας ἀνθρώπους, καὶ πᾶσι πάντα γινομένους, καθὼς ἕκαστος ἐπιδεῖται ὑμῶν, παρακαλῶν· πρὸς μόνον τὸ καθοτιοῦν αἱρετικοῖς συνάρασθαι εἰς σύστασιν τῆς φρενοβλαβοῦς αὐτῶν δόξης, σκληροὺς παντελῶς εἶναι ὑμᾶς καὶ ἀμειλίκτους βούλομαί τε καὶ εὔχομαι. Μισανθρωπίαν γὰρ ὁρίζομαι ἔγωγε καὶ ἀγάπης θείας χωρισμὸν τὸ τῇ πλάνῃ πειρᾶσθαι διδόναι ἰσχὺν εἰς περισσοτέραν τῶν αὐτῇ προκατειλημμένων φθορὰν».
(PG τ. 91, στλ. 465 CD, ᾿Επιστολὴ ΧΙΙ, «Πρὸς ᾿Ιωάννην Κουβικουλάριον...»).
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΣΕΒ. ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ κ. ΚΑΛΛΙΣΤΟΝ
Αριθ. Πρωτ. 64
Τη 30η Μα'ΐου 1983
Του όσιου Ίσαακίου Σεβ/τον Μητροπολίτην ΓΟ.Χ. Κορινθίας κ. Κάλλιστον Πρόεδρον Ί. Συνόδου «Ουαι τοϊς προφητεύουσιν άπο καρδιας» (Ιεζεκιήλ, ιγ' 3)
Άγιε Πρόεδρε, ΧΡΙΣΤΟΣ ΆΝΕΣΤΗ!
Ύποβάλλοντες Ύμίν τα βαθύτατα ήμών σέβη, εύχόμεθα ταπεινώς όπως ή άναστάσιμος χαρα πληροί Ύμας και τους συν Ύμίν πάντοτε! Εϊμεθα ήναγκασμένοι να άπευθύνωμεν Ύμίν την παρούσαν επιστολήν, μετα την προ ολίγων ήμερών ληψιν και μελέτην τόσον τού βιβλιαριδίου Σας με τίτλον «ΑΠΟΛΟΓΙΑ» (Άθηναι 1983, σσ. 31), όσον και της «ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ» Σας (’Αθήκια Κορινθίας, 24.5.1983).
Δι’ αύτών τών κειμένων Σας κηρύσσετε το άδόκιμον καθ’ ήμας κήρυγμα της άπωλείας της Θείας Χάριτος εκ πάσης ’Ορθοδόξου ’Εκκλησίας άποδεξαμένης την ήμερολογιακην καινοτομίαν τού 1924.
Προς άπόδειξιν τού γεγονότος τούτου ελαλήσατε και «προεφητεύσατε άπο καρδίας», ούχι δηλαδη ώς άπαιτεί και μαρτυρεί ή αγία Παράδοσις της ’Ορθοδόξου ήμών ’Εκκλησίας.
Ούδεμίαν μαρτυρίαν εκ της 'Αγίας Γραφης, τών Οικουμενικών Συνόδων και τών 'Αγίων Πατέρων εχρησιμοποιήσατε όμιλούντες περι ένος τοσούτον σοβαρού θέματος.
'Η αποψίς σας καθ’ ήμας είναι άμάρτυρος, άναπόδεικτος, άντι- πατερικη και ώς εκ τούτου άντορθόδοξος. Αί αγιαι Οίκουμενικαι Σύνοδοι, πρώτον ήρεύνων ενθέως και άπεδείκνυον παραδοσιακώς, και κατόπιν άπεφαίνοντο. 'Υμείς επράξατε το άντίθετον. Αντιπαραδοσιακώς και ανευ προηγουμένης συνεννοήσεως μετα τών λοιπών μελών της 'Ι. ήμών Συνόδου, συνετάξατε κείμενα τελείως άπαράδεκτα άπο εκκλησιαστικής, θεολογικης, άλλα και λογικης άπόψεως κρινόμενα, μάλιστα δε είς στιγμήν κρίσιμον προσπαθείας προσεγγίσεως και ένωσεως τών ’Ορθοδόξων δυνάμεων.
Ημείς ταπεινώς φρονουμεν, κατόπιν έπισταμένης μελέτης Συνοδικών και Πατερικών μαρτυριών, ότι:
α) Αί άκολουθοϋσαι την έορτολογικην καινοτομίαν κατα τόπους ’Ορθόδοξοι Έκκλησίαι και αί λοιπαι κοινωνουσαι μετ’ αύτών ’Εκκλησίαι, ούδέποτε άπώλεσαν την Θείαν Χάριν.
β) Αί ’Εκκλησίαι όμως αύται είναι ύπόδικοι ένώπιον Πανορθοδόξου η Οικουμενικής Συνόδου, ήτις και θα άποφανθή τελικώς και θ'α χαρα¬κτηρίση αύτας δεόντως, έφ’ όσον μέχρι τότε παραμείνουν άμετανόητοι.
γ) Το θεάρεστον εργον ήμών είναι ή άποτείχισις έκ τών έπιμενόντων εις την καινοτομίαν, ή στηλιτευσις τής πλάνης, ή προστασία και έξυ- πηρέτησις του άκαινοτομήτου πληρώματος τής ’Εκκλησίας και ό άγων διαφωτίσεως τών έπαϊόντων, ούτως ώστε, χάριτι Θεου, να συνειδητο- ποιηθή ή κηρυσσομένη έτεροδιδασκαλία και να συγκροτηθή έν καιρώ 'Αγία Σύνοδος ’Ορθοδόξων προς εκφρασιν Συνοδικής διαγνώσεως.
δ) 'Η άποτείχισις ήμών άπο τών καινοτόμων προ Συνοδικής διαγνώσεως άποτελεί την όρθην και πατροπαράδοτον ενστασιν κατα τής πλάνης και ούδόλως εχει την εννοιαν ότι ήμείς μόνον άποτελουμεν την ’Εκκλησίαν.
ε) Δια τής έπιβαλλομένης και έπαινετής άποτειχίσεως σπουδάζομεν να ρύσωμεν την Εκκλησίαν άπο τα σχίσματα, έαν δε ή ως ανω προεκτεθείσα όρθη ενστασις ειχε τηρηθή με συνέπειαν άπο του 1924, εϊμεθα βέβαιοι ότι ό σάλος μεταξύ τών ’Ορθοδόξων θα ειχεν ήδη προ πολλου κοπάσει, δια τής έπανόδου είς το άπ’ αΐώνος όρθόδοξον έορτολογικον καθεστώς, του Θεου συνεργουντος.
ς) Το άδόκιμον κήρυγμα, ότι οί καινοτομούντες άπώλεσαν την Θείαν Χάριν, μη ον θεάρεστον και σύμφωνον προς την Αγίαν Παράδοσιν τών Πατέρων μας, δεν άποτελεί την όρθήν, έπαινετην και ως έκ τούτου άποτελεσματικην ενστασιν τών ’Ορθοδόξων, δι’ αύτο και άντι να άποσοβήση τους μερισμους και τα σχίσματα, δημιουργεί συνεχώς είς τους κόλπους τών ένισταμένων σχίσματα έπι σχισμάτων, έκθέτει την καλην προσπάθειαν τής πατροπαραδότου άντιστάσεως, και ουτω καταλύεται και το γράμμα και το πνευμα τών σχετικών Κανονικών έπιταγών περι άποτειχίσεως έκ τών καινοτόμων και αίρετικών.
Αποτελεί δηλαδη παράδοξον καινοτομίαν είς τον άγώνα κατα τής καινοτομίας. Μεθ’ όλα ταυτα και πάλιν ταπεινώς φρονουμεν, ότι δια να συνεχισθή ή περαιτέρω συνεργασία μας, θα πρέπει να συνέλθωμεν έν Συνόδω, να έρευνήσωμεν το θέμα έν προσευχή και ταπεινώσει και να διακηρύξωμεν άπο κοινου ό,τι διδάσκει ήμας ή Αγία Παράδοσις τών ’Ορθοδόξων, Πατερικοίς έπόμενοι ρήσεσι και ούχι ύποκύπτοντες εις προσωπικας άμαρτύρους και άναποδείκτους της καρδίας ήμών γνώμας.
Κατα την Άποστολικην φωνήν, ούδεις στεφανούται, έαν μη νομίμως, ήτοι μετ’ έπιγνώσεως ’Ορθοδόξου ζήλου, άθλήση εις το στάδιον της καλης όμολογίας. Ζητούντες συγγνώμην δια την λύπην, την όποίαν πιθανώς να Σας προεξενήσαμεν, θα άναμένωμεν έν προσευχή να συζητηθή το άναφυεν δια τών προαναφερθέντων κειμένων Σας θέμα έν Συνόδω (και ούχι δι’ έπιστολών προς τό... Οικουμενικόν Πατριαρχείον και πάντας τους ’Ορθοδόξους Χριστιανούς), κανονικώς συγκληθησομένην ύφ’ Υμών (και ούχι ύπό του... «’Επισκόπου Οΐνόης», ώς παραδόξως γράφετε εις την της «ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΝ» Σας).
Μετα βαθυτάτου σεβασμού έν ’Άρχιερεύσιν έλάχιστος
Ο Ώρωπου και Φυλής Κυπριανός
Κοινοποίησις: Πρός απαντας τούς Αρχιερείς της Ίερας ήμών Συνόδου.
ΤΟ ΤΡΙΤΟΝ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΜΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΙΕΡΑΝ ΣΥΝΟΔΟΝ
Άριθ. Πρωτ. 65α ’Εν Φυλη τη 31η Μαΐου 1983
Εις το όνομα του Πατρος
και του Υίοϋ και του Άγιου Πνεύματος.
Άμήν.
Υπόμνημα Γ', του έν Άρχιερευσιν έλαχίστου ’Ωρωπου και Φυλής Κυπριανού, προς την Ίεράν Σύνοδον των ΓΟ.Χ. Ελλάδος ύπο την προεδρίαν του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κορινθίας κ. Καλλίστου.
«Πας ο δυνάμενος λέγειν την αλήθειαν και μη λέγων αυτήν, κατακριθήσεται ύπο του Θεού» (Μεγάλου Βασιλείου)
Άγιε Πρόεδρε,
Άγιοι Άδελφοί,
Επικαλούμενος άρωγον τής ταπεινότητός μου την Θείαν Χάριν, δια πρεσβειών πάντων των Άγίων, έξαιρέτως δε τής Ύπερευλογημένης Κυρίας μας Θεοτόκου, θα ηθελον να έκθέσω ένώπιον Υμών τας άπόψεις μου έπι του και έπ’ έσχάτως άναφυέντος θέματος έκ δύο κειμένων του αγίου Προέδρου, τα όποια έκυκλοφόρησαν εύρέως.
Προτου δε προχωρήσω εις την ούσίαν του Ύπομνήματός μου, θα ηθελον να έκφράσω το δίκαιον κατ’ έμε παράπονον, διότι τα άπο έτους δύο Ύπομνήματά μου (Άπριλίου και Μα'ΐου 1982) προς την Ί. Σύνοδον έπι θεμάτων σοβαρών ούδόλως έλήφθησαν ύπ’ όψιν και ούδέποτε συνεζητήθησαν.
Τότε έγγραφον μεταξύ τών άλλων: «’Οφείλομεν να διακηρύξωμεν χωρις περιστροφας δημοσία και έπ’ ’Εκκλησίας ποιον το “πιστεύω” μας, ποιαι αί βάσεις του ίερου άγώνος μας, ώστε να περιφρουρήσωμεν την έν Χριστώ ενότητά μας, άλλα και δια να γνωρίζουν σαφώς οί προσβλέποντες μετ’ έλπίδος, η οί ύπαγόμενοι εις ήμάς, το φρόνημά μας, την έκκλησιολογίαν μας. Ούτω δε θα άποφεύγωνται μελλοντικαί διασπάσεις και άποσκιρτήσεις» (σελ. 7).
Παραδόξως, ώς ειπον, ή Ί. Σύνοδος δεν ένδιεφέρθη δια την πρότασίν μου και ούτω σήμερον αΐφνιδίως εύρισκόμεθα προ μιάς καταστάσεως, την όποίαν έδημιούργησε δυστυχώς ό άγιος Πρόεδρος.
Ουτος καταλύων το Συνοδικόν σύστημα, χωρις ούδεις τών άγίων Άδελφών να έχη γνώσιν, έκυκλοφόρησεν ένα βιβλιαρίδιον και μίαν έπιστολην τιτλοφορούμενα «ΆΠΟΛΟΓΙΆ» (Άθήναι 1983, σσ. 31) και «ΟΜΟΛΟΓΙΆΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ» (Άθήκια Κορινθίας, 23.5.1983).
Δι’ αύτών των κειμένων ύποστηρίζεται ότι πασαι αί ’Ορθόδοξοι ’Εκκλησίαι αί άποδεξάμεναι την έορτολογικην καινοτομίαν του 1924 και αί κατα τόπους κοινωνουσαι μετ’ αύτών άπώλεσαν την Θείαν Χάριν, ώς κατ’ ενέργειαν σχισματικαί.
Ό τρόπος όμως δια του οποίου τίθεται και εξετάζεται το θέμα άπάδει προς τους αγίους Πατέρας, καθ’ όσον διακηρύσσεται μία θέσις πίστεως άμάρτυρος, άναπόδεικτος και βεβαίως άντιπαραδοσιακή. Και αύται αί Άγιαι Οίκουμενικαι Σύνοδοι, ήρεύνων πρώτον ενθέως και άπεδεικνυον παραδοσιακως, και κατόπιν άπεφαινοντο. Εδώ όμως μετα λύπης παρατηρουμεν ότι συμβαίνει το ακρως άντίθετον.
Κατόπιν αύτών αισθάνομαι ύποχρεωμένος να εκφράσω ταπεινώς τας άπόψεις μου επι του θέματος της ύπάρξεως η μη Θείας Χάριτος εις τους άποδεξαμένους την έορτολογικην καινοτομίαν του 1924.
Εύχαρίστως θα δεχθώ πασαν παρατήρησιν, ύπόδειξιν η διόρθωσιν, τεκμηριωμένην όμως παραδοσιακώς, καθ’ ότι το σφάλλειν άνθρώπινον.
’Εαν τυχον μετα ταυτα το όλον θέμα παραθεωρηθη και δεν δοθη θεάρεστος λύσις, ώς εγραφον και εις το προαναφερθεν Υπόμνημά μου, «μετα λύπης μου άλλα και εΐλικρινώς Σας διαβεβαιώ ότι θα είμαι εκ τών πραγμάτων ύποχρεωμένος να διαχωρίσω τας εύθύνας μου, πειθαρχών εις τον Θεον μαλλον η εις άνθρώπους.
Δεν δύναμαι περαιτέρω να καθησυχάσω την διαμαρτυρομένην συνείδησίν μου, ή οποία με πληροφορεί, ότι το ώραιότατον κίνημα τών Παλαιοημερολογιτών, εχον εύρύτητα θεολογικήν και άκλόνητα ερείσματα παραδοσιακά, εχει ήδη εκτραπη ύπο τών Ηγητόρων του, εχει καταντήσει μία στενη “οίκογενειακη ύπόθεσις”, και πλέον δεν εκπροσωπεί το εύρυ άντι-Οίκουμενιστικον μέτωπον, είς το οποίον προσέβλεπον και εξακολουθούν να προσβλέπουν οί καλοπροαίρετοι εύσεβείς ’Ορθόδοξοι με χρηστας ελπίδας» (σ. 7).
Άλλωστε ο άγιος Πρόεδρος, δια της ύπο κρίσιν «ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ» του, δηλοί άπεριφράστως, ότι «δεν θα συλλειτουργήσω με Αρχιερέα, όποιος και εαν είναι, όστις θα δέχεται ταμειουχον της Χάριτος την Κρατικήν, σχισματικην και καινοτόμον ’Εκκλησίαν της παναιρέσεως».
Ώς θα άποδειχθη όμως εν συνεχεία δεν συμφρονουμεν. Κατα συνέπειαν δεν δυνάμεθα να συλλειτουργώμεν.
Τοιουτοτρόπως όμως δεν καταλύεται το νόημα ύπάρξεως Συνόδου;
Ματαίως λοιπον προσπαθουμεν να συμβάλωμεν άπο κοινου είς το καλώς νοούμενον συμφέρον της ’Ορθοδοξίας.
Α. Ή άποτείχισις έκ τών καινοτόμων και αιρετικών.
Είναι γνωστόν, ότι ο ίερος ήμών άγων προβλέπεται άπο την ’Ορθόδοξον Παράδοσιν. ’Εκφραζομένη αύτη δια του ΙΕ' Κανόνος της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, έπαινεί ώς άξίους τιμης τούς άποτειχίζοντας, ήτοι διαχωρίζοντας έαυτούς άπό τόν ’Επίσκοπον «πρό συνοδικης διαγνώσεως», όταν ουτος κηρύσση «δημοσία», «γυμνή τή κεφαλή» και «έπ’ ’Εκκλησίας» αιρεσιν, «παρα τών Άγίων Συνόδων η Πατέρων κατεγνωσμένην», ήτοι κατακεκριμένην.
Οι ένιστάμενοι κατα της έορτολογικης καινοτομίας του 1924 και γενικώτερον κατα της αίρέσεως του Οΐκουμενισμοϋ, άπετείχισαν έαυτούς έκ τών καινοτόμων και τών αίρετιζόντων και ήρχισαν Ιερόν άντιαιρετικόν άγώνα.
Διαφωτίζοντες τούς έν άγνοία και προλειαίνοντες τό έδαφος, άπέβλεπον εις Πανορθόδοξον η Οΐκουμενικην Σύνοδον, και συνοδικην διάγνωσιν, κρίσιν και άπόφασιν έπι του τολμηθέντος.
Είναι άξιοπαρατήρητον αύτό τό όποιον μαρτυρεί ή ιστορία της Εκκλησίας μας έν προκειμένω. Δηλαδη ότι μιας τοιαύτης Συνόδου προηγείτο πάντοτε εν διάστημα χρόνου, ήτοι ή προσυνοδική περίοδος, καθ’ ην έπεκράτει άναταραχη και διάσπασις μεταξύ τών Χριστιανών λόγω της κηρυσσομένης αίρέσεως.
Βεβαίως δεν έτίθετο τότε ζήτημα έγκύρων η άκύρων Μυστηρίων, άλλα θέμα άποτειχίσεως έκ τών αίρετιζόντων, καταγγελιας της πλάνης, διαφωτισεως, και άγώνος πρός σύγκλησιν αρμοδιας Συνόδου.
Μέχρι της συγκλήσεως Συνόδου, μόνης αρμοδίας να άποφασίση περι της αίρέσεως και τών αίρετικών, ή Θεία Χάρις, φιλανθρωπευομένη ένήργει πρός σωτηρίαν του άγνοούντος η διωκομένου Λαου του Θεου, όπωσδήποτε όμως εις κατάκρισιν τών αίρετικών και τών συμφρονούντων πρός αύτούς ένσυνειδήτως, ώς άποδεικνύεται έκ τών κατωτέρω.
Β. Τα Μυστήρια τών αιρετικών προ συνοδικής διαγνώσεως.
Το άληθες τών προλεχθέντων καταφαίνεται δια της Άγίας Ζ' Οΐκου- μενικης Συνόδου, ότε ό Πρόεδρος Αύτης Άγιος Ταράσιος ειπεν: «δεχόμε- θα τούς άπό αίρετικών χειροτονηθέντας» μέχρι συνοδικης κρίσεως της αίρέσεως τούτων. « Εαν δε Συνοδικη έκφώνησις (άπόφασις) γένηται και όμόνοια τών ’Εκκλησιών έπι ’Ορθοδοξία» και κατα της αίρέσεως, τότε «ό τολμών άπό βεβήλων αίρετικών χειροτονείσθαι, τή καθαιρέσει ύποπεσείται.Ή αγία Σύνοδος είπεν• αυτη δικαία κρίσις» (Μ. 12, 1042).
Γ. Ό τρόπος άποδοχής τών ύπό τών αιρετικών χειροτονηθεντων.
Τήν άνωτερω ύποστηριζομένην θέσιν ισχυροποιεί ό τρόπος άποδοχης τών ύπό αίρετικών χειροτονηθέντων. Ουτως, ό Πατριάρχης Κων/ πόλεως και Πρόεδρος της Άγίας Δ' Οΐκουμενικης Συνόδου Άνατόλιος «ύπό Διοσκόρου του δυσσεβους κεχειροτόνητο παρόντος του Εύτυχους» του αίρεσιάρχου (Μ. 12, 1042).
Άλλα «και οί πλείοντες των έν τή "Εκτη αγία Συνόδω συνεδριασάντων» έπισκόπων, «ύπό Σεργίου, Πύρρου, Παύλου, Πέτρου έκεχειροτόνηντο, των καθηγητών της αίρέσεως του Μονοθελητισμου» (Μ. 12, 1047).
Δ. Ή περίπτωσις τού Νεστορίου.
Τά άνωτερω βεβαιουνται προσέτι και έκ τών έξης: Ή 'Αγία Γ' Οικουμενική Σύνοδος τόν αίρεσιάρχην Νεστόριον, πρό της συνοδικης αύτοϋ καταδίκης, άποκαλεί εύλαβέστατον και «κύριον» (Μ. 4, 1180, 1181). Δια της καταδικαστικής όμως ταύτης άποφάσεως, χαρακτηρίζει τουτον άσεβέστατον (Μ. 4, 1212).
Τό δε άξιοσημείωτον είναι, ότι δεν θέτει ζήτημα άκυρότητος τών τελεσθέντων παρ’ αύτου Μυστηρίων πρό της τελικης καταδίκης αύτου. Δια τουτο, ώς λέγει ό Μέγας Φώτιος, «του Νεστορίου καθαιρεθέντος, ούδεις τών ύπ’ αύτου χειροτονηθέντων καθήρηται» (P.G. 104, 1224).
Ε. Το παράδειγμα τού Αγίου Θεοδώρου τού Στουδίτου.
Ό ζηλωτής Ηγούμενος του Στουδίου, Όσιος Θεόδωρος, δις διέκοψε τήν κοινωνίαν πρός δύο Πατριάρχας Κων/πόλεως, λόγω της Μοιχειανικής αίρέσεως, ή όποία κατα τόν ίδιον είναι «άνατροπή του παντός μέχρι του Άντιχρίστου» (P.G. 99, 1025).
Και όμως δεν έθεσε ζήτημα άκυρότητος τών Μυστηρίων. "Οτε δε έπανέλαβε τήν κοινωνίαν, έκοινώνει μετα τών Πατριαρχών «φιλία τε θερμοτέρα» μετα πνευματικης εύφροσύνης» (P.G. 99, 165, 257).
ΣΤ. Ή προϋπάρχουσα καταδίκη.
Υποστηρίζουν τινες έν απλότητι, ότι δεν ύφίσταται άνάγκη συνοδικης διαγνώσεως, έφ’ όσον ή ’Εκκλησία εις τό παρελθόν κατεδίκασε τήν νυν κηρυσσομένην καινοτομίαν η αίρεσιν.
ΕΙς τήν περίπτωσιν όμως είδικώς του Όσίου Θεοδώρου βλέπομεν τό άντίθετον. Ουτος δεν έθεσε ζήτημα άκυρότητος τών Μυστηρίων, παρ’ όλον ότι ή Μοιχειανική αίρεσις ώς άθέτησις του Εύαγγελικου και Κανονικου Νόμου είχε καταδικάσθη πρότερον παρα της ’Εκκλησίας και γενικώς και είδικώς. Γενικώς π.χ. δια του Α' Κανόνος της Αγίας Β' Οίκουμενικης Συνόδου.
Δι’ αύτου έντελλόμεθα οί Χριστιανοί, όπως άναθεματίζομεν «πασαν αίρεσιν». Και είδικώς κατεκρίθη ή Κανονομαχική αυτη αίρεσις, ώς π.χ. δια του Β' Κανόνος της Αγίας ΣΤ' Οίκουμενικης Συνόδου. Δι’ αύτου όρίζεται, «εί δέ τις αλώ (συλληφθή) Κανόνα τινα» «καινοτομών η άνατρέπειν έπιχειρων, ύπεύθυνος έσται κατά τον τοιοϋτον Κανόνα», δηλαδή ώς έρμηνεύει ό 'Αγιος Νικόδημος ό Αγιορείτης, «Ούτος νά λαμβάνη το έπιτίμιον όπου έχει ό Κανών έκείνος».
Ζ. Τό άρμόδιον εκκλησιαστικόν οργανον.
Διατί όμως ό όμολογητής "Οσιος Θεόδωρος έτήρει τήν προαναφερθείσαν στάσιν, αν και είχε προηγηθη καταδίκη της κακοδοξίας ύπο της ’Εκκλησίας;
Διότι κατά τήν Παράδοσιν της ’Ορθοδοξίας, τά έπιτίμια των Ίερων Κανόνων έπιβάλλονται ύπο τοϋ τρίτου προσώπου, ήτοι τοϋ αρμοδίου έκκλησιαστικοϋ όργάνου, ώς είναι ή έκάστοτε Σύνοδος.
Πρωτον πρόσωπον νοείται ή έκδοϋσα τον Κανόνα Οίκουμενική Σύνοδος,
δεύτερον ό παραβάτης τούτου ,
και τρίτον ό κριτής.
«Αν ή Σύνοδος», γράφει ό άγιος Νικόδημος ό Αγιορείτης, «δέν ένεργήση έμπράκτως τήν καθαίρεσιν των Ιερέων, η τον άφορισμόν, η τον άναθεματισμον των λαϊκων, οΐ Ιερείς αύτοι και οΐ λαϊκοι ούτε καθηρημένοι είναι ένεργεία, ούτε άφωρισμένοι η άναθεματισμένοι».
Είναι «ύπόδικοι όμως, έδω μέν (είς τήν παροϋσαν ζωήν) είς τήν καθαίρεσιν και άφορισμον η άναθεματισμόν, έκεί δέ (είς τήν μέλλουσαν ζωήν) είς τήν θείαν δίκην».
Συμπληρώνων δέ ό αύτος ζηλωτής Άγιος (είς τήν ύποσημ. 2 της έρμηνείας τοϋ Γ Κανόνος των Αγίων ’Αποστόλων), λέγει χαρακτηριστικως: «Αύτοι οΐ ίδιοι θείοι ’Απόστολοι φανερά έξη- γοϋσι τον έαυτόν τους μέ τον ΜΣΤ' Κανόνα τους, έπειδή δέν λέγουσι πώς ηδη εύθυς ένεργεία εύρίσκεται καθηρημένος, όποιος ’Επίσκοπος η Πρεσβύτερος δεχθη το των αίρετικων βάπτισμα, άλλά καθαιρείσθαι προστάσσομεν, ηγουν νά παρασταθή είς κρίσιν, και αν άποδειχθή πώς τοϋτο έκαμε, τότε ας γυμνωθή μέ τήν ίδικήν σας άπόφασιν άπο τήν ιερωσύνην, τοϋτο προστάσσομεν».
Τοϋτο συνάδει και προς τον ΙΕ Κανόνα της ΑΒ' Συνόδου, ό όποίος έπαινεί τήν άποτείχισιν «προ συνοδικης διαγνώσεως», έκ τοϋ κηρύσσοντος αίρεσιν έπισκόπου. Λέγει «προ συνοδικης διαγνώσεως», διότι αυτη προϋποτίθεται βεβαίως και διά τον κηρύξαντα αίρεσιν.
Η. Κατακριθεΐσα και μη κατακριθεΐσα αίρεσις.
Διά τον λόγον αύτον βεβαίως ό Αγιος Θεόδωρος ό Στουδίτης έγρα- φεν, ότι ή κοινωνία προς τήν ηδη κατακριθείσαν έπι των ήμερων αύτοϋ αίρεσιν της είκονομαχίας είναι «άλλοτρίωσις Χριστοϋ» (P.G. 99, 1276).
Ή δέ των κατακριθέντων είκονομάχων λεγομένη θεία κοινωνία δέν είναι απλως «κοινος άρτος, άλλά φάρμακον (δηλητήριον), ψυχήν μελαίνον και σκοτίζον» (P.G. 99, 1189).
Δια τους μη κριθεντας δε τότε μοιχειανους έλεγε: «’Εκ παντος ίερεως άδιαβλήτου μεταλαμβάνομεν. Δια τουτο δε έκ του (ίερεως) ’Ιωσηφ ου μεταλαμβανομεν, ώς διαβεβλημενου αυτου δημοσία. Διαβεβλημενοι δ’ αν ειεν (θα είναι) παντως (βεβαίως) και οί τούτω συλλειτουργουντες» (P.G. 99, 1065-1068).
Θ. Ή περίπτωσις τών Αρμενίων.
Ό Ίσαακ ’Αρμενίας γραφει, ότι οί Χριστιανοί ’Αρμενιοι «έξεκλιναν» άπο «τας παραδόσεις του αγίου Γρηγορίου (’Αρμενίας) και τών άλλων Πατερων». Μετα τών άλλων δε, μετεθεσαν και έορτας. Και όμως έπειδη «περί την πίστιν και την Σύνοδον την έν Χαλκηδόνι και περ'ι τας δύο φύσεις τας έν Χριστώ τω Θεω ημών ουδεμίαν άμφιβολίαν ειχον, έως έτών ργ' (103) άπο της Συνόδου της έν Χαλκηδόνι», έκοινώνουν μετα της ’Εκκλησίας.
Ή δε ’Ορθόδοξος ’Εκκλησία, κατα το χρονικον τουτο διαστημα, δεν έθεώρει τα έκείνων Μυστήρια άκυρα, έως ότου αυτοι «άπεστατησαν άπο της κοινωνίας» της ’Ορθοδοξίας, άθετήσαντες την 'Αγίαν Δ' ΟΙκουμενικην Σύνοδον (P.G. 132, 1256, 1257).
Ι. Παρεκκλισις άπο τών Πατερικών «Όρίων».
Μετα την σύντομον έκθεσιν τών άνωτερω, ταπεινώς φρονουμεν ότι κακώς τίθεται θεμα έγκυρότητος τών Μυστηρίων.
’Επιβαλλεται λοιπον να βαδίσωμεν την «βασιλικη όδον» και μη παρεκκλίνωμεν άπο τα «όρια» τα «αιώνια», «α έθεντο οί Πατερες» ημών (Παροιμ. κβ' 28).
Αυτη δε η «βασιλικη όδος» ειναι η καλη και άναγκαία και πατροπαραδοτος ένστασις δια της άποτειχίσεως έκ τών καινοτόμων και αίρετικών.
’Επίσης η συγκρότησις του άκαινοτομήτου πληρώματος, του όποίου η θεαρεστος διαποίμανσις ύφ’ ημών Χαριτι Θεία, έν άγαπη και ταπεινώσει, θα δίδη την καλυτεραν μαρτυρίαν Πίστεως, ίνα κοπαση ό σαλος μεταξυ τών ’Ορθοδόξων, δια της έπανόδου είς το άπ’ αΐώνος πατροπαραδοτον έορτολογικον καθεστώς.
Και ουτω θα άποσοβώνται οί μερισμοι και τα σχίσματα, και αί καινοτομίαι έν ονόματι του άγώνος κατα της καινοτομίας, η πτώσις έκ δεξιών, η άπομακρυνσις έκ της άληθείας, της άγαπης και της χαριτος του Σωτηρος ημών Χριστου, η διασπασις συνεχώς είς άλληλομαχομενας παραταξεις, και ώς έκ τούτου ό σκανδαλισμος και η άπώλεια τών ψυχών.
• Αλλωστε την «βασιλικην όδον» ταύτην έβαδιζεν άνεκαθεν και η Ρωσικη Διασπορα ύπο τον Μητροπολίτην Φιλαρετον, ήτις προ του 1965 (άρσις άναθεματων) έκοινώνει μετα τών Νεοημερολογιτών.
Τον δε Σεπτέμβριον του 1974 άπεφάνθη ώς έξής:
«Αναφορικώς δε προς την έρώτησιν τής ύπάρξεως η μη Χάριτος έν τοίς Νεοημερολογίταις, ή ’Ορθόδοξος Διασπορα δεν θεωρεί έαυτην η οίανδήποτε τοπικην ’Εκκλησίαν ότι έχει την αυθεντίαν μιας τελικής άποφάσεως, έως ου εις όριστικος κανών έπι του προκειμένου γίνη μόνον ύπο μιας κανονικώς συγκληθείσης άρμοδίας Οικουμενικής Συνόδου, ύπο την άπαραίτητον συμμετοχην μιας έλευθέρας Ρωσικής ’Εκκλησίας».
ΙΑ. «Και εάν δεν συνέλθη Σύνοδος ’Ορθοδόξων;»
Αύτό το έρώτημα φέρεται συνήθως, ώς δήθεν Ισχυρον έπιχείρημα ύπο τών ύποστηρικτών του άδοκίμου κηρύγματος τής άπωλείας τής Χάριτος.
Κατα πρώτον λόγον, πρέπει να έρωτήσωμεν έαυτους κατα πόσον συνεβάλομεν εις το να συγκροτηθή ή ποθητή Σύνοδος.
Κατα δεύτερον λόγον, ή τυχον άπάντησις εις το τεθεν άνωτέρω έρώτημα, ότι δύναται πας τις να κηρύττη τους καινοτομούντας έκπτώτους τής Θείας Χάριτος, προ συνοδικής διαγνώσεως, ειναι άντιπαραδοσιακή.
Ταπεινώς φρονουμεν ότι μία τοιαύτη ένέργεια ειναι άτοπος και άντιεκκλησιαστική, και δι άλλους, άλλα ειδικώς δια τους έξής λόγους.
Προς κρίσιν και άπόφασιν κατά τινος άπαιτειται συγκρότησις δικαστηρίου ύπο προσώπων άρμοδίων να κρίνουν, παρισταμένων και τών ύπο κρίσιν προσώπων.
Εϊμεθα σήμερον ήμείς οί όλίγοι ’Επίσκοποι οί άρμόδιοι;
Δυνάμεθα ήμείς να καλέσωμεν τους ύπο κρίσιν;
Έχομεν την σύμφωνον γνώμην όλων τών άπανταχου τής ΟΙκουμένης άγωνιζομένων αυτην την στιγμην τον καλον άγώνα τής Πίστεως ’Ορθοδόξων Χριστιανών;
Γνωρίζομεν τα άδηλα και τα κρύφια τών ύφ ήμών ευκόλως και συλλήβδην κατακρινομένων, οί όποίοι εις δεδομένην στιγμην θα προσ-χωρήσουν εις την παρεμβολην τών καλώς ένισταμένων ’Ορθοδόξων;
• Προς πληρεστέραν κατανόησιν φέρω το έξής παράδειγμα. Ό ύποστηρικτης του αίρεσιάρχου Ευτυχους εις την έν ’Εφέσω ληστρικην Σύνοδον ’Ιουβενάλιος Ιεροσολύμων έγινε δεκτος είς την 'Αγίαν Δ' ΟΙκουμενικην Σύνοδον, δι’ άπλής μάλιστα μεταθέσεως αυτου είς τους ’Ορθοδόξους. Διότι «άναστας ό ευλαβέστατος έπίσκοπος ’Ιουβενάλιος», «μετήλθεν είς το άλλον μέρος• και άνεβόησαν οί άνατολικοι και συν αυτοίς ευλαβέστατοι έπίσκοποι• ό Θεος καλώς ηνεγκέ σε ’Ορθόδοξε, καλώς ηλθες» (Μ. 12, 1034).
Πόσοι «’Ιουβενάλιοι» θα ύπάρχουν, τους όποίους προκαταδικάζομεν ϊσως, και μάλιστα άναρμοδίως, και οί όποίοι θα ήδύναντο να άκούσουν το «καλώς ηλθες», έν καιρω τω δέοντι και Θεου ευλογουντος;
'Η ’Ορθοδοξία μας έδωκεν άπάντησιν είς το έν λόγω έρώτημα.
"Οταν ή συνοδική κρίσις καινοτομούντων και αίρετιζόντων καθυστερή η προβλέπεται έκ τών πραγμάτων άδύνατος, οί ’Ορθόδοξοι διασώζονται είς Τόπον Θεου, καταφεύγοντες είς Αύτον διά της κανονικης άποτειχίσεως και του άντιαιρετικου άγώνος.
Αλλωστε ή βία μας και ή άνυπομονησία μας περι συγκλήσεως Συνόδου και έκφρασιν διαγνώμης, δεν δικαιολογείται πλήρως. Τά πάντα κατευθύνονται ύπο της Θείας Προνοίας, αν μάλιστα ληφθή ύπ’ οψιν ότι σήμερον ή ’Εκκλησία του Χριστου κατά το μέγιστον μέρος Αύτης δεν είναι ουτε έλευθέρα ούτε έν είρήνη.
Διωγμος φοβερος πάσης μορφης και φύσεως έχει έγερθη κατά της όρθης Πίστεως. Ή 'Αγία μας ’Εκκλησία εύρίσκεται άπο πολλών έτών έπι του Σταυρου του μαρτυρίου. Δι’ αύτο είναι λίαν σοβαρά ή άποψις του άειμνήστου συγχρόνου μας όμολογητοϋ π. ’Ιουστίνου Πόποβιτς, ό οποίος έγραφε συν τοίς άλλοις είς το περίφημον 'Υπόμνημά του προς τήν Σύνοδον της Σερβικης ’Ορθοδόξου ’Εκκλησίας:
«Ίσως πρέπει νά ύπενθυμίσωμεν σήμερον και νά κατανοήσωμεν, συν τοις άλλοις, το έξης γεγονός: κατά τήν έποχήν τών διωγμών της ’Εκκλησίας δεν έγίνοντο Οίκουμενικαι Σύνοδοι, χωρις βεβαίως νά σημαίνη τουτο, ότι ή ’Εκκλησία του Θεου δεν έλειτούργει τότε και δεν άνέπνεε συνοδικώς. Τούναντίον ή περίοδος έκείνη της ζωης και της δράσεώς Της, ήτο ή πλέον καρποφόρος και δυναμική. 'Ότε δε κατόπιν τούτου, έπηκολούθησεν ή άλλη περίοδος και συνηλθεν ή Πρώτη Οίκουμενική Σύνοδος, τότε ήδυνήθησαν νά προσέλθουν και παραστουν είς αύτήν και οί μάρτυρες ’Επίσκοποι, φέροντες τά άκόμη νωπά τραύματα, τά στίγματα και τους μώλωπας τών διωγμών και τών φυλακών, δεδοκιμασμένοι έν τω πυρι του μαρτυρίου, και έκεί, ένώπιον της Συνόδου τών άδελφών και συλλειτουργών των και ένώπιον όλης της Οίκουμένης, (ήδυνήθησαν) νά δώσουν έλευθέρως τήν μαρτυρίαν των περι του Χριστου, όμολογουντες αύτον ώς Θεον και Κύριον και Σωτηρα του κόσμου και τών άνθρώπων» ('Υπομνήματος..., σ. 19, ’Αθηναι 1977).
Κανονική λοιπον άποτείχισις και θεάρεστος άντιαιρετικος άγων χρειάζεται σήμερον και θερμή προσευχή διά νά εύδοκήση ή φιλανθρωπία του Θεου το συμφερώτερον διά τήν Αγίαν Του ’Εκκλησίαν.
• Ταυτα πάντα δεν σημαίνουν ότι άμνηστεύονται οί άκολουθουντες τήν έορτολογικήν καινοτομίαν. Ουτοι έπιμένοντες είς αύτήν, είναι βεβαίως ύπόδικοι ένώπιον Θεου και της ’Εκκλησίας.
ΙΓ. Ό "Αγιος Ρώσος Νεομάρτυς Κύριλλος τού Καζάν.
Θεωρούμεν, πριν να κατακλείσωμεν το 'Υπόμνημά μας, άναγκαίον να άναφέρωμεν τας λίαν σπουδαίας άπόψεις του 'Αγίου Ρώσου Νεομάρτυρος Κυρίλλου Μητροπολίτου Καζαν (| 1936 η 1937).
Ουτος ήναγκάσθη να διακόψη την κοινωνίαν μετα του Μητροπολίτου Σεργίου και τών όμοφρόνων αύτου, ότε ό τελευταίος συνεμάχησεν άντιθέως μετα του κομμουνιστικου καθεστώτος τής Ρωσίας και επραξε και διεκήρυξεν άντιευαγγελικώς. Απολογούμενος ό Αγιος Κύριλλος εγραφε:
«Δεν άποχωρίζομαι άπο τίποτε το ίερόν, άπο τίποτε άνήκον εις την ’Εκκλησίαν. Μόνον φοβούμαι να προσκολληθώ είς κάτι άπορρέον έκ τής αμαρτίας. Δι’ αύτο δεν κοινωνώ μετα του Μητροπολίτου Σεργίου και τών όμοφρόνων του, άφου δεν εχω αλλο μέσον δια να καταγγείλω τον αμαρτάνοντα άδελφόν μου... ’Αναγνωρίζω ότι ειναι άρχιερατικόν μου καθήκον να άποφύγω την κοινωνίαν μετα του Μητροπολίτου Σεργίου. Με την πραξιν αύτην δεν ισχυρίζομαι ούδόλως ότι άπουσιάζει ή Χάρις άπο τα Μυστήρια τών Σεργιανιστών (ό Θεος να μας φυλάξη άπο τοιούτον λογισμόν!), άλλα ύπογραμμίζω ότι δεν θέλω να μετέχω είς τας αμαρτίας τών αλλων...».
’Απευθυνόμενος δε προς τον δεινώς παρεκτραπέντα Σέργιον εγραφε: «... έκπλήττεσθε, διότι δεν συλλειτουργώ μαζί σας, άλλ’ όμως δεν θεωρώ ούτε ύμας ούτε τον έαυτόν μου έκτος ’Εκκλησίας... Δεν συλλειτουργώ, όχι διότι το Μυστήριον του Σώματος και του Αίματος του Χριστου δεν θα έπραγματοποείτο εις το συλλείτουργόν μας, άλλα διότι ή κοινωνία είς το Ποτήριον του Κυρίου θα ητο και δια τους δύο μας είς κατάκριμα,έφ’ όσον ή έσωτερική μας κατάστασις θα μας άφαιρουσε την δυνατότητα να προσφέρωμεν είρηνικώς “ελεον ειρήνης, θυσίαν αΐνέσεως”...»
’Ολίγον προ του μαρτυρίου του εγραφεν έπίσης: «. . . Μου φαίνεται ότι δεν διακρίνετε καλώς μεταξυ τών πράξεων του Μητροπ. Σεργίου και τών όπαδών του, αί όποίαι έκτελουνται κανονικώς άπο την θεόσδοτον χάριν του Μυστηρίου τής 'Ιερωσύνης, και τών πράξεων, αί όποίαι γίνονται καθ’ ύπέρβασιν τών μυστηριακών δικαιωμάτων και με άνθρωπίνην πονηρίαν, ως π.χ. αί διάφοροι καθαιρέσεις κ.λ.π.
Αύται ειναι μυστηριακαι πράξεις μόνον είς την έμφάνισιν, ένώ είς την ούσίαν ειναι μία αρπαγη τής μυστηριακής ένεργείας και δι’ αύτο βλάσφημοι χωρις Χάριν. ’Αλλα τα Μυστήρια τών Σεργιανιστών, οί όποίοι ειναι κανονικώς χειροτονημένοι, ειναι όπωσδήποτε σωτήρια Μυστήρια, δι’ όσους τα λαμβάνουν με απλότητα και πίστιν χωρις άμφιβολίας δια την εγκυρότητα, άνυποψίαστοι ότι κάτι δεν πηγαίνει καλώς είς το Σεργιανικον καθεστώς της ’Εκκλησίας.
"Ομως την ίδίαν στιγμην τα Μυστήρια αύτα είναι προς κατάκριμα τών επιτελούντων και τών προσερχομένων με πλήρη συναίσθησιν δια το ψευδος του Σεργιανισμου, οί οποίοι δια της ελλείψεως της άντιδράσεως δεικνύουν μίαν εγκληματικήν άδιαφορίαν δια τον εμπαιγμον είς βάρος της ’Εκκλησίας.
Αύτος είναι ο λόγος, δια τον οποίον είναι άπαραίτητον δι’ ενα ’Ορθόδοξον Αρχιερέα η Ιερέα να άποφύγη την συμπροσευχην με τους Σεργιανιστάς.
Το ίδιον ίσχύει και δια τους λαϊκούς, οί οποίοι εχουν μίαν συνειδητην επίγνωσιν τών λεπτομερειών της εκκλησιαστικης ζωης».
* * *
Άγιε Πρόεδρε, Άγιοι ’Αδελφοί,
Ζητώ συγγνώμην, διότι επεξετάθην, πραγμα άλλωστε το οποίον επέβα- λεν ή σοβαρότης του θέματος. Πάντα τα προαναφερθέντα, ταπεινώς φρονώ, ότι άποδεικνύουν πόσον επικίνδυνον άλλα και άνωφελες είναι να ορίζωμεν άκριβώς το σημειον εκείνο, κατα το οποίον οί καινοτόμοι εγκατέλειψαν η θα εγκαταλείψουν την ’Εκκλησίαν χωρις ελπίδα επιστροφης.
Δεν άνήκει είς ήμας μία τοιαύτη κρίσις. Είς ήμας επιβάλλεται να άποτειχισθώμεν εκ τών μετεχόντων είς την άποστασίαν κατα της Άληθείας και να ένωθώμεν με τους ομόφρονάς μας. Να μη προκαλώμεν μεγαλυτέραν διάστασιν και εμπόδια δια μίαν κατα Θεον συνεννόησιν και συνεργασίαν με εκείνους, οί οποίοι στέργουν μεν τας Πατερικάς φωνάς, άλλ’ εχουν άκολουθήσει άκουσίως τους καινοτόμους και χρειάζονται βοήθειαν, κατανόησιν και άγάπην δια να άπομακρυνθουν τελείως άπο την πλάνην και το ψευδος.
• ’Εξ όλων τών άνωτέρω, δεν νομίζετε, άγιοι Άδελφοί, ότι ή περαιτέρω συνεργασία μου μετα της Ιερας Συνόδου, άποδεχομένης τυχον το άδόκιμον καθ’ ήμας κήρυγμα της άπωλείας της Θείας Χάριτος, καθίσταται άνέφικτος;
’Εν εναντία περιπτώσει, θα συμπράττω εν γνώσει μου είς τον σκανδαλισμον ψυχών και την παρεμπόδισιν «τών τεταγμένων είς ζωην αίώνιον» (Πράξ. ιγ' 48), οιτινες ποθουντες την ’Ορθόδοξον ’Άλήθειαν, δεν την άνευρίσκουν εξ αίτίας τών άντιπαραδοσιακών δοξασιών και ενεργειών μας.
’Ελπίζων και εύχόμενος να τύχω πλήρους κατανοήσεως, διατελώ ενώπιον του Κυρίου άγωνιών και άναμένων την εξ ύψους επισκίασιν και καθοδήγησιν δια τα περαιτέρω.
’Ελάχιστος εν ’Άρχιερευσιν
+ Ο Ώρωπου και Φυλής Κυπριανός
Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ ΤΟΥ ΠΡΩΗΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΚΑΒΟΥΡΙΔΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟ, ΤΟ ΝΕΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ , ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΑΓΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ.......
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΚΑΒΟΥΡΙΔΗΣ |
ΘΑ ΑΝΑΡΤΗΘΟΥΝ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ.....
Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΘΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΕΙ ΜΕ
ΤΗΝ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ , ΣΕ ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ τα σχολιά σας να μην έχουν άσεμνο και υβριστικό περιεχόμενο, διότι θα διαγραφούν.Ευχαριστώ.